- φυλλόρροια
- η, ΝΜΑ [φυλλορροῶ]φυλλόπτωση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φυλλόρροια — η φυλλορρόισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φυλλορροίας — φυλλορροίᾱς , φυλλόρροια falling of the leaves fem acc pl φυλλορροίᾱς , φυλλόρροια falling of the leaves fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
ημερολόγιο — Σύστημα μέτρησης του χρόνου σε ορισμένες περιόδους (έτη, μήνες, εβδομάδες και ημέρες). Η αρχή των αρχαιότερων συστημάτων για τον υπολογισμό του χρόνου συνδέεται, σύμφωνα με τις πιο έγκυρες γνώμες, με την ανάπτυξη της γεωργίας και της κτηνοτροφίας … Dictionary of Greek
φυλλοβόλημα — το, ατος το πέσιμο των φύλλων, το φυλλορρόισμα, η φυλλόρροια, η φυλλοβολή, η φυλλοβολία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)